ιδιογνώμων

ιδιογνώμων
ἰδιογνώμων, -ον (Α)
αυτός που ενεργεί σύμφωνα με τη δική του γνώμη, χωρίς να επηρεάζεται από κανέναν άλλον.
επίρρ...
ἰδιογνωμόνως (ΑΜ)
μσν.
αυθόρμητα
αρχ.
με ξεχωριστή, με προσωπική γνώμη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιδιο-* + -γνωμων (< γνώμων < γιγνώσκω), πρβλ. ευ-γνώμων, ισχυρο-γνώμων].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ἰδιογνώμων — holding one s own opinion masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἰδιογνώμονα — ἰδιογνώμων holding one s own opinion neut nom/voc/acc pl ἰδιογνώμων holding one s own opinion masc/fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἰδιογνωμόνως — ἰδιογνώμων holding one s own opinion adverbial …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἰδιογνώμονας — ἰδιογνώμων holding one s own opinion masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἰδιογνώμονες — ἰδιογνώμων holding one s own opinion masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γνώμονας — Όργανο που χρησιμεύει για τη χάραξη κάθετων ευθειών καθώς και για τον έλεγχο της καθετότητας δύο ευθειών ή δύο επιπέδων. Αποτελείται από δύο κανόνες σε ορθή γωνία. Για το γεωμετρικό σχέδιο ο γ. κατασκευάζεται, γενικά, σε σχήμα ορθογώνιου τριγώνου …   Dictionary of Greek

  • ιδιο- — α συνθετικό λέξεων που σημαίνει: α) ιδιαιτερότητα («ιδιόμορφος», «ιδιοφυής») β) χωριστή, μεμονωμένη κατάσταση («ιδιόλεκτος», «ιδιόγλωσσος») γ) κτήση («ιδιοκτήτης», «ιδιόβουλος») δ) αυτενέργεια ή το αποτέλεσμά της («ιδιόγραφος», «ιδιόχειρος») βλ.… …   Dictionary of Greek

  • ιδιογνωμονώ — ἰδιογνωμονῶ, έω (Α) [ιδιογνώμων] έχω δική μου γνώμη για κάτι, ενεργώ όπως εγώ θεωρώ εύλογο …   Dictionary of Greek

  • ιδιογνωμοσύνη — ἰδιογνωμοσύνη, ἡ (Α) [ιδιογνώμων] η ατομική, προσωπική γνώμη κάποιου …   Dictionary of Greek

  • ιδιογνωμόρυθμος — ἰδιογνωμόρυθμος, ὁ (Μ) ο πεισματάρης, ο ισχυρογνώμων, ο ξεροκέφαλος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιδιογνώμων + ρυθμος, υπό την επίδραση τού τ. ιδιόρρυθμος] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”